- ηλυσκάζω
- ἠλυσκάζω (Α)βλ. ηλασκάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλασκάζω — ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α) 1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.) 2. ξεφεύγω, αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ηλάσκω*] … Dictionary of Greek